- σιδερωτής
- ο , σιδερωτώ(σ)τρα η гладильщи|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδερωτής — και σιδηρωτής, ο, θηλ. ώτρα και ώτρια, Ν αυτός που έχει ως επάγγελμα το σιδέρωμα ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω. Το θηλ. σιδερώτρια μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
σιδερωτής — ο θηλ. σιδερώτρια αυτός που έχει ως επάγγελμα το σιδέρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιδηρωτής — ο, Ν βλ. σιδερωτής … Dictionary of Greek